- λινοφόρος
- λῐνο-φόρος, ον,A flax-bearing, of land, PLond.ined.2361r (iii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λινοφόρος — λινοφόρος, ον (Α) (για γη ή αγρό) αυτός που παράγει λίνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + φόρος (< φέρω)] … Dictionary of Greek
λίνο — το (AM λίνον) 1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια λινίδες 2. το πιο σημαντικό είδος αυτού τού φυτού, το λινάρι μσν. αρχ. κλωστή από λινάρι αρχ. 1. κάθε πράγμα κατασκευασμένο από… … Dictionary of Greek